αναθυμίαμα

αναθυμίαμα
το зловоние; зловонные испарения

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αναθυμίαμα" в других словарях:

  • αναθυμίαμα — το (Α ἀναθυμίαμα) [ἀναθυμιῶ] αέριο που αναδύεται από την αναθυμίαση …   Dictionary of Greek

  • ἀναθυμιάμασιν — ἀναθυμίαμα result of exhalation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθυμιάματος — ἀναθυμίαμα result of exhalation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναθυμιώ — ( άω) (Α ἀναθυμιῶ) Ι. ενεργ. εξαερώνω, εξατμίζω ΙΙ. παθ. 1. αναδίδομαι εν είδει καπνού ή ατμού, εξατμίζομαι, εξαερώνομαι 2. διεγείρω, αναζωογονώ, αναζωπυρώνω ΙΙΙ. μεσ. ανασύρω, τραβώ ατμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θυμιῶ. ΠΑΡ. αναθυμίαμα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»